βερέσχεθοι

βερέσχεθοι
βερέσχεθοι, οἱ,
A the Powers of Folly, Ar.Eq.635;

βερέσχετοι Gloss. Oxy.1801

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βερέσχεθοι — βερέσχεθοι, οι (Α) βλάκες …   Dictionary of Greek

  • βερέσχεθοι — the Powers of Folly masc nom/voc pl βερέσχεθος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόβαλος — κόβαλος, ὁ (Α) 1. πανούργος, δόλιος, απατεώνας 2. είδος πτηνού που μοιάζει με την κουκουβάγια («ἔστι δὲ κόβαλος καὶ μιμητής... καθάπερ γλαῦξ», Αριστοτ.) 3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κόβαλοι κακοποιὰ δαιμονικά όντα («Βερέσχεθοί τε καὶ Κόβαλοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”